- εἰωθώς
- ἔθωto be accustomedperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχωριάζω — (AM ἐπιχωριάζω) [επιχώριος] 1. (για καταστάσεις, έθιμα κ.λπ.) είμαι συνηθισμένος, επικρατώ σε έναν τόπο («καὶ περὶ Ἀθήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική») 2. (για ασθένεια) εκδηλώνομαι συνήθως ή συχνά («στις βαλτώδεις περιοχές επιχωριάζει η… … Dictionary of Greek
ՍՈՎՈՐ — (ից.) NBH 2 0729 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c ա. εἱωθώς, ἑθάς, συνήθης suetus, adsuetus, consuetus, familiaris եւ solitus. Ընդելեալ ոք իմիք ստէպ յաճախութեամբ. սովորած. ծանօթ. սովրած, սորված. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)